ἀνήκεστος

ἀνήκεστος
ἀνήκεστος, ον, ([etym.] ἀκέομαι)
A incurable, desperate, fatal, ἄλγος, χόλος, Il. 5.394, 15.217;

ἀ. πάθος ἔρδειν τινά Hdt.1.137

;

ἀ. λώβην λωβᾶσθαί τινα Id.3.154

;

λυμαίνεσθαί τινα λύμησι ἀ. Id.6.12

, cf. A.Ch.516, etc.; κακόν, κακά, συμφοραί, Hes.Th.612, Archil.9.5, Th.5.111; μίασμα . . ἀ. τρέφειν keep it till it is past cure, S.OT98;

ἁμαρτάδες Hp.Acut.39

;

ἔργον Antipho 5.91

;

πονηρία X.Mem.3.5.18

;

ἀνήκεστα ποιεῖν τινα

ruin utterly,

Id.An.2.5.5

; ἀνήκεστα πάσχειν to be utterly ruined, Th. 3.39;

ἀ. τι παθεῖν D.54.5

;

ἀ. τι βουλεῦσαι περί τινος Th.1.132

; ἁπάντων

τῶν ἀνηκέστων αἴτιον D.21.70

, etc.
2 of persons,

ἀ. πλεονέκται X.Oec.14.8

;

χρήσασθαί τινι τῶν ἐχθρῶν ὡς ἀνηκέστῳ Plu.Per. 39

;

ἀ. εἴς τι J.AJ18.6.10

: [comp] Comp. -έστερος f.l. in Antipho 5.91
: [comp] Sup., Ph.2.316.
II [voice] Act., damaging beyond remedy, pernicious,

πῦρ S. El.888

;

χαρά Id.Aj.52

.
III Adv. ἀνηκέστως, διατιθέναι treat cruelly, Hdt.3.155, cf. 8.28;

ἀ. ἔχειν Aret.SD1.5

, App.BC2.123.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀνήκεστος — incurable masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανήκεστος — η, ο (Α ἀνήκεστος, ον) [ακέομαι] 1. ανίατος, αθεράπευτος, ανεπανόρθωτος 2. αφόρητος, βαρύς, μεγάλος 3. (για πρόσωπα) σκληρός, καταστρεπτικός, αδυσώπητος …   Dictionary of Greek

  • ανήκεστος — η, ο (στερητ. αν + ακεστός = που μπορεί να γιατρευτεί), αγιάτρευτος, ανεπανόρθωτος: Αποφυλακίστηκε κάποιος προσωρινά, για να μην πάθει, μένοντας στη φυλακή, ανήκεστη βλάβη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνηκέστως — ἀνήκεστος incurable adverbial ἀνήκεστος incurable masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνήκεστον — ἀνήκεστος incurable masc/fem acc sg ἀνήκεστος incurable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνηκέστοις — ἀνήκεστος incurable masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνηκέστοισι — ἀνήκεστος incurable masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνηκέστου — ἀνήκεστος incurable masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνηκέστους — ἀνήκεστος incurable masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνηκέστων — ἀνήκεστος incurable masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνηκέστῳ — ἀνήκεστος incurable masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”